- παλαμήδειος
- παλαμήδειος, -εία, -ον (ΑΜ) [Παλαμήδης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Παλαμήδη ή αυτός που είναι χαρακτηριστικός τού Παλαμήδη, ευφυής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παλαμήδειος — the Inventor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαμήδειον — Παλαμήδειος the Inventor masc acc sg Παλαμήδειος the Inventor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαμηδικός — παλαμηδικός, ή, όν (Α) [Παλαμήδης] παλαμήδειος* … Dictionary of Greek
Παλαμηδείᾳ — Παλαμηδείᾱͅ , Παλαμήδειος the Inventor fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)